προερχομαι

προερχομαι
    προέρχομαι
    προ-έρχομαι
    (aor. 2 προῆλθον)
    1) идти или выступать вперед, продвигаться, отправляться
    

(ἐς τὸ πλεῖον Thuc.; ἐπὴ χιλόν Xen.; πρός τινα NT.)

    π. κατὰ τέν ὁδόν Xen. — продолжать свой путь;
    οὐ π. ἐκ τοῦ χωρίου Xen. — не покидать местности

    2) проходить
    

(ἡμερησίαν ὁδόν Plat.; ῥύμην μίαν NT.)

    3) обгонять, опережать
    

(τινα NT.)

    4) (о времени) проходить, протекать
    

(προελθόντος ἱκανοῦ χρόνου Plat.)

    5) перен. доходить, достигать
    

οἱ προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις Xen. — люди преклонного возраста;

    ὁρᾶτε τὸ πρᾶγμα, οἷ προελήλυθεν ἀσελγείας ἄνθρωπος Dem. — вы видите, до какой степени наглости дошел этот человек;
    π. εἰς τοὔμπροσθε Isocr. — делать успехи

    6) выдвигать
    

τὸν πόδα π. ἐξ Αἰθιοπίας Luc. — покидать Эфиопию


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "προερχομαι" в других словарях:

  • προέρχομαι — προέρχομαι go forward pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέρχομαι — προέρχομαι, προήλθα βλ. πίν. 214 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν …   Dictionary of Greek

  • προέρχομαι — προήλθα, προκύπτω, κατάγομαι, οφείλομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάγομαι — προέρχομαι, έχω την αρχή μου, είμαι από κάπου: Η Μαρία κατάγεται από τη Χαλκίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προελθόντ' — προελθόντα , προέρχομαι go forward aor part act neut nom/voc/acc pl προελθόντα , προέρχομαι go forward aor part act masc acc sg προελθόντι , προέρχομαι go forward aor part act masc/neut dat sg προελθόντε , προέρχομαι go forward aor part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • προελθοῦσ' — προελθοῦσα , προέρχομαι go forward aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) προελθοῦσι , προέρχομαι go forward aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προελθοῦσαι , προέρχομαι go forward aor part act fem nom/voc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προελήλυθ' — προελήλυθα , προέρχομαι go forward perf ind act 1st sg προελήλυθε , προέρχομαι go forward perf imperat act 2nd sg προελήλυθε , προέρχομαι go forward perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέλθετε — προέρχομαι go forward aor subj act 2nd pl (epic) προέλθετε , προέρχομαι go forward aor imperat act 2nd pl προέλθετε , προέρχομαι go forward aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέλθω — προέρχομαι go forward aor subj act 1st sg προέλθω , προέρχομαι go forward aor subj act 1st sg προέλθω , προέρχομαι go forward aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»